-
1 ουρανομήκη
οὐρανομήκηςhigh as heaven: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)οὐρανομήκηςhigh as heaven: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)οὐρανομήκηςhigh as heaven: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 οὐρανομήκη
οὐρανομήκηςhigh as heaven: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)οὐρανομήκηςhigh as heaven: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)οὐρανομήκηςhigh as heaven: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
3 οὐρανομήκης
οὐρᾰνο-μήκης, ες,A high as heaven, shooting up to heaven, exceeding high or tall,ἐλάτη Od.5.239
;δένδρεα Hdt.2.138
;στήλη Lys.Fr.14
;λαμπάς A.Ag.92
(anap.); Ἄθω οὐρανομήκη (voc.) Xerxis Epist. ap. Plu.2.455d.2 metaph., οὐ. φωνή, κλέος, Ar.Nu. 357, 459 (lyr.); ; οὐ. ποιεῖν τι to exalt it to the skies, Isoc.15.134;οὐ. σημεῖα τῆς εὐνοίας Epicur.Fr. 183
;διαφορά Phld. Rh.2.272
S.;ἐλπίδες Eun.Hist.p.251
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρανομήκης
См. также в других словарях:
οὐρανομήκη — οὐρανομήκης high as heaven neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) οὐρανομήκης high as heaven masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) οὐρανομήκης high as heaven masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρανομήκης — ες (ΑΜ οὐρανομήκης, όμηκες) 1. αυτός που φαίνεται να φτάνει σε ύψος ώς τον ουρανό, πανύψηλος («δένδρεα οὐρανομήκεα», Ηρόδ.) 2. μτφ. έντονος, δυνατός (α. «ουρανομήκεις ζητωκραυγές» ενθουσιώδεις, δυνατές ζητωκραυγές β. «οὐρανομήκη ῥήξατε κἀμοὶ… … Dictionary of Greek