-
1 ουραγοί
-
2 οὐραγοί
-
3 οὐραγέω
A to be οὐραγός, lead the rear, App.Hisp.86, Suid.: generally, to be in the rear, Plb.4.11.6, LXX Jo.6.8, D.S.13.18, App.Hisp. 48.II τὸ -οῦν ζυγόν the rank consisting ofοὐραγοί 2
, Ascl.Tact. 10.14.III metaph., lag behind,ἐν ὥρᾳ ἐξεγείρου καὶ μὴ οὐράγει LXX Si.35.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐραγέω
См. также в других словарях:
οὐραγοί — οὐρᾱγοί , οὐραγός leader of the rearguard masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КОАКТОРЫ — • Coactōres, 1. agminis, ουραγοί; так назывались солдаты, замыкавшие отряд в походе; они наблюдали за тем, чтобы ни один солдат не бежал во время похода. Tac. hist. 2, 68; 2. exactionum и также просто К. назывались лица, которые… … Реальный словарь классических древностей
οπισθοφύλακας — ο (Α ὀπισθοφύλαξ, ακος) 1. στρατιώτης τής οπισθοφυλακής, αυτός που φυλάει τα νώτα πορευόμενης στρατιωτικής φάλαγγας 2. στον πληθ. οι οπισθοφύλακες η οπισθοφυλακή, οι ουραγοί νεοελλ. ποδοσφαιριστής τού οποίου η αποστολή κατά τη διεξαγωγή τού αγώνα … Dictionary of Greek