-
1 ουριαχος
-
2 επιπελεμιζομαι
( при этом) задрожать(δόρυ οὔδει ἐνισκίμφθη ἐπὴ δ΄ οὐρίαχος πελεμίχθη Hom.)
-
3 πελεμιζω
(эп. aor. πελέμιξα; inf. praes. πελεμιζέμεν; эп. aor. pass. πελεμίχθην) потрясать, сотрясать, колебать(βαθέην ὕλην Hom.)
πελεμίζετ΄ Ὄλυμπος Hom. — всколебался Олимп;οὐρίαχος πελεμίχθη ἔγχεος Hom. — задрожал нижний конец (вонзившегося в землю) копья -
4 ρομβωτος
См. также в других словарях:
ουρίαχος — οὐρίαχος, ὁ (Α) 1. το πίσω σιδερένιο άκρο τού δόρατος 2. το τμήμα τής κεφαλής βέλους που στερεώνεται στην άτρακτο 3. πιθ. το στέλεχος κηροστάτη 4. τμήμα κουπιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά. Ο τ. αποτελεί πιθ. εκτεταμένη για μετρικούς λόγους μορφή τού… … Dictionary of Greek
οὐρίαχος — bottom masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐριάχου — οὐρίαχος bottom masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐριάχους — οὐρίαχος bottom masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐριάχῳ — οὐρίαχος bottom masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρίαχοι — οὐρίαχος bottom masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρίαχον — οὐρίαχος bottom masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
urioc — urióc (uruióc), uriócuri (uruiócuri), s.n. (reg.) piedin, frimbie, fire neţesute la capătul stofei. Trimis de blaurb, 25.03.2007. Sursa: DAR urióc ( oáce), s.n. – Primele fire ale urzelii. – var. uruioc, Trans. orioş. sb. urivak sfoară… … Dicționar Român