-
1 ουρήσιες
-
2 οὐρήσιες
-
3 οὔρησις
A a making water, Hp.Aër.9, Aph.4.83, Arist.Mete. 366b19, Epicur.Fr. 177: [dialect] Ion. pl.οὐρήσιες Hp.Prorrh.1.113
, Coac. 582, etc.; λύειν τὴν οὔρησιν Mnesith. ap. Ath.3.121d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὔρησις
-
4 πυώδης
См. также в других словарях:
οὐρήσιες — οὔρησις a making water fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ούρηση — η (Α οὔρησις, ιων. τ. πληθ. οὐρήσιες) [ουρώ] η ενέργεια τού ουρώ, το κατούρημα νεοελλ. φυσιολ. η διαδικασία αποβολής τών ούρων από την ουροδόχο κύστη, διαδικασία που ελέγχεται από νευρικά κέντρα τα οποία βρίσκονται στον νωτιαίο μυελό, στο… … Dictionary of Greek