Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

οὐρήσιες

См. также в других словарях:

  • οὐρήσιες — οὔρησις a making water fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ούρηση — η (Α οὔρησις, ιων. τ. πληθ. οὐρήσιες) [ουρώ] η ενέργεια τού ουρώ, το κατούρημα νεοελλ. φυσιολ. η διαδικασία αποβολής τών ούρων από την ουροδόχο κύστη, διαδικασία που ελέγχεται από νευρικά κέντρα τα οποία βρίσκονται στον νωτιαίο μυελό, στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»