-
21 ουρά
la cua -
22 ουρά
kuyruk, sıra -
23 ουρά
queue -
24 ούρα
urine -
25 ουρά
1) koniec (m) rzecz.2) ogon (m) rzecz.3) ogonek (m) rzecz. -
26 ούρα
mocz (m) rzecz. -
27 ουρά
1) chvost2) konec3) oháňka4) ohon -
28 ούρα
moč -
29 ουρά
tailΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ουρά
-
30 ούρα
urineΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ούρα
-
31 δίσκ-ουρα
δίσκ-ουρα, τά (οὖρον), die Wurfweite des Diskus; Homer einmal, Iliad. 23, 523 ἐς δίσκουρα λέλειπτο, auf Wurfweite war er zurückgeblieben; vgl. vs. 431, wo statt δίσκουρα aufgelös't δίσκου οὖρα steht, s. Scholl. Aristonic. u. Herodian. zu vs. 523 u. Apoll. Lex. Hom. p. 59, 13. Vgl. ἐπίουρα. – Bei Hesych. δισκούρια.
-
32 ἐπί-ουρα
ἐπί-ουρα, τά, Il. 10, 351 ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἀπέην ὅσσον τ' ἐπίουρα πέλονται ἡμιόνων, wo Spitzner u. Bekker nach den Schol. ἐπὶ οὖρα schreiben; Aristarch. erkl.: so viel Vorsprung die Maulesel beim Pflügen vor den Ochsen haben, wie Hom. selbst hinzufügt: αἱ γάρ τε βοῶν προφερέστεραί εἰσιν ἑλκέμεναι νειοῖο βαϑείης πηκτὸνἄροτρον. Vgl. Spitzner exc. XX u. unten οὖρον.
-
33 σεισ-ούρα
σεισ-ούρα, ἡ, = σεισοπυγίς, wird bezw.
-
34 κυνός-ουρα
κυνός-ουρα ᾠά, τά, Windeier, Arist. H. A. 6, 2. Vgl. οὔρινος.
-
35 κυνος-ουρά
κυνος-ουρά, ἡ, od. nach Arcad. κυνόςουρα, der Hundeschwanz, das Gestirn des kleinen Bären, nach Schol. Il. 18, 487 διὰ τὸ ὡς κυνὸς ἔχειν ἀνακεκλασμένην οὐράν.
-
36 Εγώ το λέω στη γάτα μου και η γάτα στην ουρά της
– Από χείλη σε χείλη το μαθαίνουν χίλιοι– Εγώ το λέω στη γάτα μου και η γάτα στην ουρά της– Το μυστικό που το ξέρουνε τρεις, το ξέρουν όλοι• Сказал другу, а пошло по кругу• Свинья борову, а боров всему городу• Скажешь курице, а она всей улицеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Εγώ το λέω στη γάτα μου και η γάτα στην ουρά της
-
37 αλογο(ν)ουρά
η конский хвост -
38 αλογο(ν)ουρά
η конский хвост -
39 σταχτοκουλ(λ)ούρα
η подовая булочка -
40 σταχτοκουλ(λ)ούρα
η подовая булочка
См. также в других словарях:
οὐρά — οὐρά̱ , οὐρά tail fem nom/voc/acc dual οὐρά̱ , οὐρά tail fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρᾷ — οὐρά tail fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα … Dictionary of Greek
ουρά — η 1. το άκρο όπου τελειώνει η σπονδυλική στήλη των σπονδυλωτών ζώων: Ουρά του ελέφαντα, του αλόγου κτλ. 2. μτφ., καθετί που μοιάζει με ουρά: Ουρά χαρταετού, φορέματος, του γράμματος ρ, του αεροπλάνου κτλ. 3. οπισθοφυλακή στρατεύματος. 4. το τέλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… … Dictionary of Greek
ούρα — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα … Dictionary of Greek
οὖρα — οὖρον 1 urine neut nom/voc/acc pl οὖρον 2 limit neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχτοκουλ(λ)ούρα — η, Ν κουλούρα ψημένη σε καυτή στάχτη, στη χόβολη … Dictionary of Greek
κούτσουρος — ούρα, ο κολοβός, με κομμένη ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + ουρος (< ουρά), πρβλ. μελάν ουρος] … Dictionary of Greek
οὐραγία — οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc/acc dual οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐραγίας — οὐρᾱγίᾱς , οὐραγία rearguard fem acc pl οὐρᾱγίᾱς , οὐραγία rearguard fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)