-
1 οὐλόκομος,
οὐλό-κομος, u. οὐλο-κόμης, ὁ, kraushaarig -
2 τετανό-θριξ
τετανό-θριξ, τριχος, ὁ, ἡ, mit langem od. glattem, schlichtem Haare; Plat. Euthyphr. 2 b; Ggstz von οὐλόκομος, S. Emp. adv. math. 7, 267.
См. также в других словарях:
ουλόκομος — οὐλόκομος, ον (Α) σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί κομος] … Dictionary of Greek
οὐλόκομος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλόκομον — οὐλόκομος masc/fem acc sg οὐλόκομος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλοκόμου — οὐλόκομος masc/fem/neut gen sg οὐλοκόμης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλοκόμους — οὐλόκομος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλοκόμων — οὐλόκομος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλοκόμῳ — οὐλόκομος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek
ουλοκομώ — οὐλοκομῶ, έω (Α) [ουλόκομος] έχω σγουρά μαλλιά, είμαι σγουρομάλλης … Dictionary of Greek
ουλοκόμης — οὐλοκόμης, ὁ (Α) ουλόκομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κόμης (< κόμη)] … Dictionary of Greek