Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

οὐλομελίῃ

См. также в других словарях:

  • ουλομελίη — οὐλομελίη, ἡ (Α) 1. η ολομέλια*, η αρτιμέλεια, η ολότητα τών μελών και, κατ επέκτ., η γενική φύση ενός πράγματος 2. (η δοτ. ως επίρρ.) οὐλομελίῃ (κατά τον Ησύχ.) «καθόλου, συλλήβδην» 3. φρ. «κατὰ οὐλομελίην» γενικώς, συνολικώς …   Dictionary of Greek

  • οὐλομελίῃ — οὐλομελίη wholeness of limbs fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομελίην — οὐλομελίη wholeness of limbs fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομελίης — οὐλομελίη wholeness of limbs fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολομέλεια — η (ΑΜ ὁλομέλεια, Α ιων. τ. oὐλομέλεια και οὐλομελίη) [ολομελής] η ύπαρξη όλων τών μελών, το να είναι κάτι άρτιο, η αρτιμέλεια νεοελλ. 1. το σύνολο τών μελών συνεδριάζοντος σώματος («η ολομέλεια τής βουλής») 2. σύνοδος κεντρικού διευθύνοντος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»