-
1 ουλαμος
ὅ1) толпа, масса(ἀνδρῶν Hom.)
2) улам, конный отряд Polyb.εἶναι τὸν οὐλαμὸν ἱππέων πεντήκοντα τὸ πλῆθος ἐν τετραγώνῳ σχήματι τεταγμένων Plut. — (по словам Гиппия, при Ликурге) улам представлял собой строй всадников численностью в 50 человек, построенных четырехугольником
См. также в других словарях:
τούρμα — Ονομαζόταν έτσι στον βυζαντινό στρατό η ανώτερη στρατιωτική μονάδα, η οποία απαρτιζόταν από 3 μοίρες ή δρούγγες, από τις οποίες η καθεμία περιλάμβανε 5 15 τάγματα, ολικής δύναμης 1.000 3.000 ανδρών. Η δύναμη όμως της τ. δεν έπρεπε να υπερβαίνει… … Dictionary of Greek