-
1 cicatrice
ουλή -
2 stigmate
ουλή -
3 jizva
ουλή -
4 šrám
ουλή -
5 scar
ουλή -
6 blizna
ουλή -
7 szrama
ουλή -
8 рубец
-
9 шрам
-
10 оспина
мед. η ουλή/το στίγμα/το σημάδι της ευλογιάς/ανεμοβλογιάς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оспина
-
11 рубец
1. тех. η ραφή 2. (след на теле от раны и т.п.) η ουλή, το σημάδι 3. текст. η εξέχουσα ραφή 4. (первый отдел желудка жвачных животных) о προστόμαχος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рубец
-
12 шрам
η ουλή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шрам
-
13 рубец
рубецм1. (шов) ἡ ραφή·2. (край) ἡ ὁὔγια·3. (шрам) ἡ οὐλή, τό σημάδι. -
14 шрам
шрамм ἡ οὐλή, τό σημάδι πληγής. -
15 scar
-
16 рубец
[ρουμπιέτς] ουσ. α ραφή, ουλή -
17 шрам
[σράμ] συσ. α ουλή -
18 рубец
[ρουμπιέτς] ουσ α ραφή, ουλή -
19 шрам
[σράμ] ουσ α ουλή -
20 надглазный
επ.πάνω από το μάτι ή τα μάτια•надглазный шрам ουλή πάνω από τα μάτια.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οὐλή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουλή — η (ΑΜ οὐλή) ίχνος που μένει επάνω στο δέρμα ύστερα από την ίαση ενός έλκους ή τραύματος μσν. αρχ. μτφ. ίχνος, σημάδι («ἡ οὐλή τῆς διαβολῆς», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οὐλή πρέπει να έχει προέλθει από θ. *Fολ με κατάλ. σᾱ ή νᾱ. Η… … Dictionary of Greek
ουλή — η το σημάδι τραύματος ή πληγής που έκλεισε: Έχει μιαν ουλή στο πρόσωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὐλῇ — οὐλέω pres subj mp 2nd sg οὐλέω pres ind mp 2nd sg οὐλέω pres subj act 3rd sg οὐλή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔλη — οὔ̱λη , ὅλοξ fem nom/voc sg (attic epic ionic) οὔ̱λη , οὖλος 1 whole fem nom/voc sg (attic epic ionic) οὔ̱λη , οὖλος 2 woolly fem nom/voc sg (attic epic ionic) οὔ̱λη , οὖλος 3 destructive fem nom/voc sg (attic epic ionic) οὐλέω imperf ind act 3rd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔλῃ — οὔ̱λῃ , ὅλοξ fem dat sg (attic epic ionic) οὔ̱λῃ , οὖλος 1 whole fem dat sg (attic epic ionic) οὔ̱λῃ , οὖλος 2 woolly fem dat sg (attic epic ionic) οὔ̱λῃ , οὖλος 3 destructive fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλήν — οὐλή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· … Deutsch Wikipedia
ουλοποίηση — (Βιολ.). Τυπική διεργασία αναγέννησης των ιστών του ανθρώπου και των ζώων, όταν έχει θιγεί η ακεραιότητα τους. Η ουλή αντιπροσωπεύει την ίαση μιας βλάβης των ιστών. Αν και μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τα αίτια και την έκταση των βλαβών, η ο.… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
κάτουλος — κάτουλος, ὁ (Α) αυτός που έχει ουλή, ίχνος θεραπευμένης πληγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ουλος (< οὐλή), πρβλ. ύπ ουλος] … Dictionary of Greek