-
1 οὐθάτιος
οὐθάτιος, zum Euter gehörig, bes. volle Euter habend, stuchtbar, strotzend, ἐκ δὲ γάλακτος ϑηλὴ ἀεὶ μαστοῠ πλήϑεται οὐϑατίου, Crinag. 22 (IX, 430).
-
2 ουθατιος
-
3 οὐθάτιος
οὐθάτιος, zum Euter gehörig, bes. volle Euter habend, fruchtbar, strotzend -
4 οὐθάτιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐθάτιος
-
5 ὑπ-ουθάτιος
ὑπ-ουθάτιος, unter dem Euter, saugend, μόσχος Bian. ep. (X, 101).
-
6 οὐθατόεις
-
7 υπουθατιος
-
8 ουθατίου
-
9 οὐθατίου
-
10 ὑπουθάτιος
ὑπ-ουθάτιος, unter dem Euter, saugend
См. также в других словарях:
ουθάτιος — οὐθάτιος, ία, ον (Α) [ούθαρ, ατος] αυτός που αναφέρεται στο ούθαρ* («μαστοῡ οὐθατίου», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
οὐθατίου — οὐθάτιος of the udder masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουθατόεις — οὐθατόεις, εσσα, εν (Α) 1. ουθάτιος* 2. μτφ. γόνιμος, παραγωγικός, καρποφόρος («χθόνα πάντων τροφὸν οὐθατόεσσαν», Ορφ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖθαρ, ατος «μαστός» + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
υπουθάτιος — ία, ον, Α ὑπομάζιος*. αυτός που θηλάζει ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οὐθάτιος «αυτός που αναφέρεται στον μαστό» (< οὖθαρ, ατος «μαστός»)] … Dictionary of Greek