-
1 οὐδ-ετέρωσε
οὐδ-ετέρωσε, nach keiner von beiden Seiten hin, Il. 14, 18, von Bekker getrennt geschrieben.
-
2 οὐδετέρωσε
См. также в других словарях:
έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» … Dictionary of Greek