Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οὐδέπω

См. также в других словарях:

  • οὐδέπω — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοὐδέπω — οὐδέπω , οὐδέπω indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδέκω — οὐδέπω ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουδέ πω — οὐδέ πω και οὐδέπω (Α) (επίρρ. και σύνδ.) 1. και ούτε ακόμη («οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιίδος οὐδέ πω ἁμῆς γῆς ἀπέβην», Ομ. Οδ.) 2. όχι ακόμη, μέχρι τώρα όχι («ἐν μνήματι..., οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὐδέπω κείμενος», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + μόριο πω… …   Dictionary of Greek

  • Ampelomixia — (griech. ἀμπελομιξία; aus ἄμπελος, ámpelos, „Weinrebe“ und μείγνυμι, meígnymi, „vereinigen“) ist ein spätgriechischer Begriff, der satirisch den Geschlechtsverkehr mit Weinreben bezeichnet. Er tritt erstmals im 2. Jahrhundert n. Chr. beim… …   Deutsch Wikipedia

  • Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache …   Deutsch Wikipedia

  • σθένω — Μία από τις τρεις Γοργόνες. > Γοργόνες και Γοργώ. * * * ΜΑ [σθένος] (με απρμφ.) έχω τη δύναμη, μπορώ να κάνω κάτι (α. «οὐ σθένει γλῶσσα, Δέσποινα, ὑμνολογῆσαι Σε», Ακολ. Ακάθ. Υμν. β. «βοηθεῑν με οὐκ ἔσθενον», ΠΔ γ. «oἱ μὲν οὐδέπω μακρὰν… …   Dictionary of Greek

  • φάλανθος — Όνομα πόλης της αρχαίας Αρκαδίας. Ήταν χτισμένη στα N της Μαντίνειας, στο ομώνυμο βουνό. Το όνομά της είχε και ένας δήμος της Αρκαδίας, του οποίου πρωτεύουσα ήταν η Πιάνα. * * * ον, Α 1. αυτός που είναι φαλακρός πάνω από το μέτωπο, στο βρέγμα 2.… …   Dictionary of Greek

  • όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… …   Dictionary of Greek

  • ՉԵՒ — ( ) NBH 2 0575 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c, 11c, 13c մ. ՉԵՒ. ՉԵՒ ԵՒՍ. οὑδέπω, οὕτω, μήπω, οὑκ ἕτι adhuc non, nondum πρίν antequam. Տակաւին ոչ. դեռ եւս ոչ. մինչչեւ. նախ քան. դեռ չ, չեղած. ... *Չեւ էր հոգի, քանզի յիսուս չեւ էր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»