-
1 σχέθω
σχέθω, assumed as a collat. form of ἔχω by Gramm. (Hdn.Gr.1.440, EM739.51), but all forms in use may be referred to [tense] aor. ἔσχεθον, a poet. lengthd. form of ἔσχον, the accents σχέθειν, σχέθων being errors for σχεθεῖν, σχεθών:—A hold,πάροιθεν ἀσπίδας.. σχέθον αὐτοῦ Il.14.428
, cf. 4.113;ἀσπίδας.. σχέθ' ἀπὸ ἕο 13.163
;ἐπ' ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν Od.14.494
;σχέθον ἔξω νῆα 10.95
.2 have, get,νόον σχέθε τόνδ' ἐνὶ θυμῷ 14.490
;Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος Pi.O.9.88
;τόλμαν σχεθεῖν A.Pr.16
;ἐν φρεσὶν καρδίαν σχεθών Id.Ch. 832
(lyr.) codd.;τεύξει.., ὅσων παρ' ἄλλων οὔποτ' ἂν σχέθοις βροτῶν Id.Eu. 857
, cf. Pi.O.1.71; ἐκ μὲν Ἐριχθονίου.. ἔσχεθε κοῦρον had a child, S.Fr. 242 (hexam., prob an Epic fragment);ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν τινά Pi. P.4.75
.II hold back, keep away or off,στεφάνη δόρυ οἱ σχέθε Il. 11.96
, cf. 12.184;ἔσχεθεν ἱεμένους περ Od.16.430
;σχέθον ἵππους Il.16.506
;ἔσχεθον αὐδήν 19.418
;σχεθέτω φόρμιγγα Od.8.537
;νύκτα σχέθεν 23.243
; αἷμα ἔσχεθον staunched it, 19.458: c. gen.,σχέθε δ' ὄσσε γόοιο 4.758
;ὅπως ἂν αὐτὰς ὕβρεως σχέθω Ar.Lys. 425
, cf. Theoc. 22.96: c. part., ἐρέφοντα σχέθοι might stop him from wreathing, Pi. I.4(3).54(72): c. inf.,οὔτ' ἂν Αἴαντος δόρυ μὴ πάντα πέρσαι.. σχέθοι E.Rh. 602
.III abs., οὐδ' ἄρ' ὀχῆες ἐσχεθέτην did not hold, Il.12.461.--Rare in Prose, Aret.CA2.4.
См. также в других словарях:
σχέθω — Α (αμάρτυρος τ. που κατά τους γραμματικούς είναι δ.τ. τού ρ. ἔχω) 1. κρατώ κάτι στερεά 2. ἔχω 3. αναχαιτίζω, συγκρατώ, σταματώ 4. αντέχω, βαστώ («μέγα δ ἀμφὶ πύλαι μύκον, οὐδ ἄρ ὀχῆες ἐσχεθέτην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ.… … Dictionary of Greek