-
1 οἴχομαι
a abs., have gone, have disappeared οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί (Boeckh: οἴχοντ codd.) P. 4.82 “ οἴχεται τιμὰ φίλων τατωμένῳ φωτί” N. 10.78ὁ δ' ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται τῶν πάλαι προθανόντων Pae. 2.55
ἁνίκ ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω fr. 124. 5. ὁ δὲ χλωραῖς ἐλάταισι τυπεὶς οἴχεται (v. l. ᾤχετο: sc. under the earth.) Θρ. 6. 8.b go ᾤχετο δὲ πρὸς θεόν, κτέατ' ἄγων Τροίαθεν ἀκροθινίων (sc. Νεοπτόλεμος) N. 7.40 < οἴχομαι> (supp. Snell e Σ.) Πα... μὴ νῦν [ ]παρ' ἁλμυρὸν οἴχεσθον (Π̆{s}: οιχεσχον Π: i. e. impv. dual. sc. θυγάτηρ v. 68, Ἀνδαισιστρότα v. 71) Παρθ. 2. 78. c. part.,ἀλλ' ὅ γε μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν O. 6.38
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский