-
1 οἰναρέα
οἰνᾰρ-έα, ἡ,A vine-leaf, Theoc.7.134 (v.l. -οισι).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰναρέα
-
2 οἰνάρεος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνάρεος
-
3 οἰναρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰναρίζω
-
4 οἰνάριον
II a little wine, Diocl.Fr.141, Epict.Ench.12, Sor.1.64, AP 11.189 (Lucill.).III colloq. for οἶνος, Thphr.Char.17.2, PEleph. 13.5 (iii B. C.) : pl., PCair.Zen. 373 (iii B. C.), Ostr.Bodl. iii 369.IV = ἄμπελος, Gal.19.125.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνάριον
-
5 οἰναρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰναρίς
-
6 οἴναρον
οἴνᾰρ-ον, τό,II vine, Alciphr. 3.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἴναρον
-
7 οἴναρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἴναρος
См. также в других словарях:
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek