-
1 οἴηξ
-
2 οἴαξ
οἴαξ, ᾱκος, ὁ, ion. οἴηξ, ηκος, eigtl. der Griff des Steuerruders, πηδαλίων, Plat. Polit. 272 e, sodann das ganze Steuerruder; οἴακος εὐϑυντῆρος ὑστάτου νεώς, Aesch. Suppl. 698, u. übertr., bes. von Regierern des Staates, ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν, Spt. 3, auch εὖ πραπίδων οἴακα νέμων, Ag. 776; στρέφ' οἴακα, Eur. Hel. 1607; οἴακας ἐξῃροῠμεν νεώς, I. T. 1357; u. in Prosa, ἄγειν τὸν οἴακα εἴσω ἢ ἔξω, Plat. Alc. I, 117 e, Sp., wie Polyaen. 3, 11, 4; Plut. – Aber Il. 24, 269, ζυγὸν ἡμιόνειον εὖ οἰήκεσσιν ἀρηρός, sind Ringe am Joch, κρίκοι gemeint, durch welche die Leinen gehen, mit denen die Zugthiere gelenkt werden.
См. также в других словарях:
οίηξ — οἴηξ, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. οἴαξ … Dictionary of Greek
οἴηξ — οἴαξ handle of rudder masc nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίαξ — Αδελφός του Παλαμήδη και της Κλυμένης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και όταν οι Αχαιοί σκότωσαν τον αδελφό του, τον Παλαμήδη, θέλησε να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Έγραψε το γεγονός αυτό πάνω σε ξύλινα κουπιά και τα έριξε στη θάλασσα. Όταν … Dictionary of Greek
οιακίζω — (Α οἰακίζω, ιων. τ. οἰηκίζω) 1. στρέφω, χειρίζομαι τον οίακα τού πλοίου, πηδαλιουχώ («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῡ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», Πολ.) 2. μτφ. δίνω κατεύθυνση, κυβερνώ, καθοδηγώ (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ… … Dictionary of Greek