-
1 οἴδημα
οἴδημα, τό, das Aufgeschwollene, die Geschwulst, Hippocr. u. Medic.; auch wie das Verbum übertr., τῆς ψυχῆς ὥςπερ οἴδημα τὸν ϑυμὸν ἀναδιδούσης, Plut. Coriol. 15.
-
2 οίδημα
-
3 οἴδημα
-
4 οιδημα
-
5 οἴδημα
οἴδημα, τό, das Aufgeschwollene, die Geschwulst -
6 οίδημα
το мед.1) отёк; 2) припухлость; опухоль -
7 οίδημα
[идима] ουσ ο (мир.) опухоль. -
8 οἴδημα
A swelling, tumour, Hp.Aph.4.34, Epid.1.13.θ', D.54.11, Plu.Cor.15 ; only of soft and painless tumours, acc. to Gal.17(1).801, 15.770, 17(2).31:—[var] Dim. [suff] οἰδ-ημάτιον, τό, Hp.Fract.5 ; name of an eye-salve, Aët.7.118. -
9 οίδημα
şiş, ödem -
10 οίδημ'
οἴδημα, οἴδημαswelling: neut nom /voc /acc sgοἴδημι, οἰδάωswell: pres ind act 1st sgοἴδημαι, οἰδάωswell: pres ind mp 1st sg -
11 οἴδημ'
οἴδημα, οἴδημαswelling: neut nom /voc /acc sgοἴδημι, οἰδάωswell: pres ind act 1st sgοἴδημαι, οἰδάωswell: pres ind mp 1st sg -
12 πελιωμα
-
13 οιδημάτων
-
14 οἰδημάτων
-
15 οιδήμασι
-
16 οἰδήμασι
-
17 οιδήμασιν
-
18 οἰδήμασιν
-
19 οιδήματα
-
20 οἰδήματα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οἴδημα — swelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίδημα — (Ιατρ.). Παρουσία υπερβολικής ποσότητας υγρού στον μεσοκυττάριο χώρο των ιστών, εξαιτίας της οποίας οι ιστοί παρουσιάζονται διογκωμένοι, ανελαστικοί, ωχροί. Το ο. οφείλεται σε αλλοίωση της φυσιολογικής ανταλλαγής υγρών μεταξύ αίματος και ιστών ή… … Dictionary of Greek
οίδημα — το, ατος εξόγκωμα, πρήξιμο: Πνευμονικό οίδημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κουίνκ, οίδημα του- ή αγγειονευρωτικό οίδημα — Περιγεγραμμένο οίδημα του δέρματος και των βλεννογόνων, συγγενές προς την κνίδωση, το οποίο χαρακτηρίζεται από αιφνίδια εμφάνιση, μεγάλη επέκταση και ελαφρώς ερυθρωπή χροιά. Η προσβολή του οιδήματος μπορεί να διαρκέσει για μικρό χρονικό διάστημα… … Dictionary of Greek
αγγειονευρωτικό οίδημα — Έντονο δερματικό οίδημα νευροαγγειοκινητικής αιτιολογίας. Εμφανίζεται απότομα και είναι παροδικό και ανώδυνο, συνήθως αλλεργικής φύσης … Dictionary of Greek
οἴδημ' — οἴδημα , οἴδημα swelling neut nom/voc/acc sg οἴδημι , οἰδάω swell pres ind act 1st sg οἴδημαι , οἰδάω swell pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰδημάτων — οἴδημα swelling neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰδήμασι — οἴδημα swelling neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰδήμασιν — οἴδημα swelling neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰδήματα — οἴδημα swelling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰδήματι — οἴδημα swelling neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)