-
1 οιαξ
1) рукоять кормового весла(ὄ. πεδαλίων Plat.)
2) кормовое весло, руль(νεώς Aesch.)
; перен. кормило(πόλεως Plat.)
ἄγειν τὸν οἴακα εἴσω ἢ ἔξω Plat. — поворачивать кормовое весло к себе или от себя3) яремное кольцо ( для продевания вожжей) -
2 οίαξ
(-ακος) ο прям., перен. руль -
3 οιηιον
-
4 οιηξ
-
5 ευθυντηρ
-
6 ιθυντηρ
-
7 κεροιαξ
-
8 πηδαλιον
(ᾰ) τό1) кормовое весло, кормилоπηδαλίων οἴαξ Plat. — рукоять кормила;
π. κρεμάσαι Arph. — повесить кормовое весло, т.е. оставить жизнь морехода2) перен. pl. бразды(ἱππικὰ πηδάλια Aesch.; τὰ πηδάλια τῆς διανοίας Plat.)
См. также в других словарях:
Οἶαξ — Οἴαξ handle of rudder masc nom/voc sg Οἶαξ masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίαξ — Αδελφός του Παλαμήδη και της Κλυμένης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και όταν οι Αχαιοί σκότωσαν τον αδελφό του, τον Παλαμήδη, θέλησε να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Έγραψε το γεγονός αυτό πάνω σε ξύλινα κουπιά και τα έριξε στη θάλασσα. Όταν … Dictionary of Greek
οἴαξ — οἴᾱξ , οἴαξ handle of rudder masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἰάκεσι — Οἴαξ handle of rudder masc dat pl Οἶαξ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἰάκων — Οἴαξ handle of rudder masc gen pl Οἶαξ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἴακα — Οἴαξ handle of rudder masc acc sg Οἶαξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἴακας — Οἴαξ handle of rudder masc acc pl Οἶαξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἴακες — Οἴαξ handle of rudder masc nom/voc pl Οἶαξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἴακι — Οἴαξ handle of rudder masc dat sg Οἶαξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἴακος — Οἴαξ handle of rudder masc gen sg Οἶαξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἴαξι — Οἴαξ handle of rudder masc dat pl (epic) Οἶαξ masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)