Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

οἱ+ἐπὶ+μέρους

См. также в других словарях:

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • Σαρωνικός — Βαθύς κόλπος μεταξύ της Αττικής και της βορειοανατολικής Πελοποννήσου (Κορινθία, Αργολική χερσόνησος) που κλείνεται από το ακρωτήριο Σούνιο και Δ από το ακρωτήριο Σπαθί ή Σκύλαιον της Αργολικής χερσονήσου. Ο Σαρωνικός είναι αποτέλεσμα… …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί …   Dictionary of Greek

  • Μπρίγκελ — (Bruegel ή Brueghel). Οικογένεια Φλαμανδών ζωγράφων και χαρακτών (16ος 17ος αι.), κυριότεροι από τους οποίους είναι οι εξής: 1. Αμπραάμ ο Ναπολιτάνος (Abraham Β., Αμβέρσα 1631 Νάπολη, Ιταλία 1690). Ικανότατος ζωγράφος λουλουδιών και καρπών, ένας… …   Dictionary of Greek

  • σινοθιβετανικές γλώσσες — Οικογένεια γλωσσών (λέγονται επίσης ινδοκινεζικές ή θιβετοκινεζικές) που τις μιλούν αρκετά εκατομμύρια ανθρώπων στη νοτιοανατολική Ασία. Οι αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των γλωσσικών ομάδων που αποτελούν αυτή την οικογένεια δεν έχουν ασφαλώς… …   Dictionary of Greek

  • κεντρικός — ή, ό (Α κεντρικός, ή, όν) [κέντρον] αυτός που βρίσκεται στο κέντρο, σε κύριο, κεντρικό σημείο, κεντρώος, μεσαίος («κεντρική Ασία») νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε θέση πολυσύχναστη («κεντρική οδός») 2. αυτός που χρησιμεύει ως κέντρο από το… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»