-
1 ετης
- ου ὅ1) член рода, (со)родич2) (со)гражданинτοῖς ἔταις καττὰ πάτρια δικάζεσθαι Thuc. (в — тексте договора) граждане будут подсудны законам страны,
3) простой гражданин, частное лицо(πρός τινα ὡς ἔτην λέγειν Aesch.)
-
2 μουσιιοοσυ^έτης
[мусикосингзгас] ουσ. а композитор,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μουσιιοοσυ^έτης
-
3 μουσιιοοσυ^έτης
[мусикосингзгас]ουσ α композитор. -
4 αυτοετης
-
5 αφετης
-
6 δεκετης
-
7 διετης
-
8 δωδεκαετης
-
9 δωδεκετης
-
10 εκατονταετης
-
11 εκκαιδεκαετης
-
12 ενενηκονταετης
-
13 εννεακαιδεκαετης
-
14 εξαετης
-
15 εξετης
-
16 επιετης
-
17 επταετης
-
18 επτακαιδεκαετης
-
19 επτακαιδεκετης
-
20 επτακαιεικοσετης
См. также в других словарях:
έτης — ἔτης, ὁ (Α) I. στον πληθ. oἱ ἔται 1. οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα μέλη μεγάλης οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. συνέστιοι φίλοι (αλλά συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν συγγένεια) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε»,… … Dictionary of Greek
ἔτης — clansmen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτῆς — ἐτάζω examine fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτῇς — ἐτάζω examine fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεισκαιδεκ(α)έτης — και τρισκαιδεκ(α)έτης και τρεισκαιδεχέτης, ες, θηλ. και τρεισκαιδεκ(α)έτις, Α αυτός που έχει ηλικία δεκατριών ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + έτης (< ἔτος), πρβλ. πεντ έτης] … Dictionary of Greek
ογδωκοντ(α)έτης — ὀγδωκοντ(α)έτης, ες (Α) βλ. ογδοηκοντούτης … Dictionary of Greek
τρισκαιδεκ(α)έτης — ες, Α βλ. τρεισκαιδεκ(α)έτης … Dictionary of Greek
ἔτεα — ἔτης clansmen masc acc sg (epic ionic) ἔτος year neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔτη — ἔτης clansmen masc voc sg ἔτος year neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔτος year neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔτην — ἔτης clansmen masc acc sg (attic epic ionic) ἔτος year neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔτου — ἔτης clansmen masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)