Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αὐτοετής

См. также в других словарях:

  • αυτοετής — αύτοετής, ές (Α) 1. αυτός που γίνεται μέσα στο ίδιο έτος με κάποιον άλλο 2. το ουδ. ως ουσ. αὐτοετές μέσα σ ένα χρόνο, εντός του έτους …   Dictionary of Greek

  • αὐτοετής — in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοετῆ — αὐτοετής in neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐτοετής in masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐτοετής in masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοέτει — αὐτοετής in masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) αὐτοετής in masc/fem/neut dat sg αὐτοέτεϊ , αὐτοετής in dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοετεῖς — αὐτοετής in masc/fem acc pl αὐτοετής in masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοετές — αὐτοετής in masc/fem voc sg αὐτοετής in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόετες — αὐτοετής in masc/fem voc sg αὐτοετής in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοετοῦς — αὐτοετής in masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοετῶν — αὐτοετής in masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • υετής — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀυτοετής, Μαρσύας» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»