Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἰωνο-πόλος

См. также в других словарях:

  • πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… …   Dictionary of Greek

  • μαντιπόλος — μαντιπόλος, ον (Α) 1. θεόπνευστος, εμπνευσμένος, ένθους 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μαντιπόλοι οι μάντεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις (βλ. λ. μάντης) + πόλος κατά το οἰωνο πόλος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»