-
1 οἰκο-σκοπικόν
οἰκο-σκοπικόν, τό, Wahrnehmung einer Vorbedeutung zu Hause, Suhd. v. οἰωνιστικόν.
См. также в других словарях:
οἰωνιστικόν — οἰωνιστικός of masc acc sg οἰωνιστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιωνιστικός — οἰωνιστικός, ή, όν (Α) [οιωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οιωνό («ὁ πταρμὸς σημεῑον οἰωνιστικόν», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνιστική η τέχνη τού οιωνοσκόπου, η οιωνοσκοπία … Dictionary of Greek