-
1 οισόκαρπον
-
2 οἰσόκαρπον
-
3 οἰσόκαρπον
οἰσόκαρπον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰσόκαρπον
См. также в других словарях:
οισόκαρπον — οἰσόκαρπον, τὸ (ΑΜ) ο καρπός τού φυτού οίσος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶσος «είδος ιτιάς» + καρπός (πρβλ. μηλό καρπον)] … Dictionary of Greek
οἰσόκαρπον — the fruit of the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)