-
1 οιστρηλατεω
повергать в исступление, приводить в безумие(ὑπ΄ Ἐρινύων οἰστρηλατηθείς Plut.)
-
2 οιστρηλατος
-
3 οιστρωδης
2словно преследуемый слепнями, т.е. исступленный, безумный(ἐπιθυμίαι, λύοσαι Plat.)
См. также в других словарях:
εξοιστρηλατούμαι — ἐξοιστρηλατοῡμαι, έομαι (Α) οδηγούμαι σε κατάσταση μανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιστρ ηλατούμαι (< οιστρ ήλατος < οίστρος + ελατός < ελαύνω)] … Dictionary of Greek