-
1 οἰστροδόνητος
οἰστρο-δόνητος, ον, = foreg., Id.Supp. 573(lyr.), Ar.Th. 324 (lyr.):—also [suff] οἰστρό-δονος, ον, A.Supp.16(anap).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰστροδόνητος
См. также в других словарях:
πολυδόνητος — ον, Μ αυτός που δονίζεται, που κλονίζεται πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οιστρο δόνητος] … Dictionary of Greek
υφαντοδόνητος — και ποιητ. τ. ύφαντοδόνατος, ον, Α αυτός που κατασκευάστηκε με δόνηση τής κερκίδας, ο υφαντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαντός + δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οἱστρο δόνητος] … Dictionary of Greek