Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἰστρο-δόνητος

См. также в других словарях:

  • πολυδόνητος — ον, Μ αυτός που δονίζεται, που κλονίζεται πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οιστρο δόνητος] …   Dictionary of Greek

  • υφαντοδόνητος — και ποιητ. τ. ύφαντοδόνατος, ον, Α αυτός που κατασκευάστηκε με δόνηση τής κερκίδας, ο υφαντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαντός + δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οἱστρο δόνητος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»