-
1 οιστροδόνητον
-
2 οἰστροδόνητον
См. также в других словарях:
οἰστροδόνητον — οἰστροδόνητος masc/fem acc sg οἰστροδόνητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 οιστροδόνητον
2 οἰστροδόνητον
οἰστροδόνητον — οἰστροδόνητος masc/fem acc sg οἰστροδόνητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)