-
1 οιονοιστική
οἰονοϊστική, οἰονοϊστικήfem nom /voc sg (attic epic ionic)οἰονοιστικήfem nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 οἰονοιστική
οἰονοϊστική, οἰονοϊστικήfem nom /voc sg (attic epic ionic)οἰονοιστικήfem nom /voc sg (attic epic ionic) -
3 οιονοιστικη
ἡ (шутл. по анал. с οἰωνιστική) искусство прорицания посредством οἴησις Plat. -
4 οἰονοϊστική
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰονοϊστική
-
5 οιονοιστικήν
οἰονοϊστικήν, οἰονοϊστικήfem acc sg (attic epic ionic)οἰονοιστικήfem acc sg (attic epic ionic) -
6 οἰονοιστικήν
οἰονοϊστικήν, οἰονοϊστικήfem acc sg (attic epic ionic)οἰονοιστικήfem acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
οἰονοιστική — οἰονοϊστική , οἰονοϊστική fem nom/voc sg (attic epic ionic) οἰονοιστική fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιονοϊστική — οἰονοϊοτική, ἡ (Α) λέξη που προήλθε από συμφυρμό τών λέξεων οίησις, νους, ιστορία και η οποία χρησιμοποιούνταν από τον Πλάτωνα ειρωνικά για την ετυμολογία τής λέξης οιωνιστική … Dictionary of Greek
οἰονοιστικήν — οἰονοϊστικήν , οἰονοϊστική fem acc sg (attic epic ionic) οἰονοιστική fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)