Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἰονοϊστική

См. также в других словарях:

  • οἰονοιστική — οἰονοϊστική , οἰονοϊστική fem nom/voc sg (attic epic ionic) οἰονοιστική fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιονοϊστική — οἰονοϊοτική, ἡ (Α) λέξη που προήλθε από συμφυρμό τών λέξεων οίησις, νους, ιστορία και η οποία χρησιμοποιούνταν από τον Πλάτωνα ειρωνικά για την ετυμολογία τής λέξης οιωνιστική …   Dictionary of Greek

  • οἰονοιστικήν — οἰονοϊστικήν , οἰονοϊστική fem acc sg (attic epic ionic) οἰονοιστική fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»