-
1 οἰνό-πεδον
οἰνό-πεδον, τό, Weinland, Weinberg; τέμενος οἰνοπέδοιο Il. 9, 579, vgl. Od. 1, 193. 11, 193.
-
2 οἰνοπέδη
οἰνο-πέδη, ἡ, u. οἰνό-πεδον, τό, Weinland, Weinberg
См. также в других словарях:
οινόπεδος — οινόπεδος, ον (ΑΜ, Α θηλ. και έδη) αυτός που έχει έδαφος κατάλληλο για παραγωγή οίνου, αυτός που έχει χώρα αμπελοφόρο, οινοφόρο αρχ. 1. αυτός που παράγει άφθονο οίνο 2. (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) ἡ οἰνοπέδη και τὸ οἰνόπεδον αμπελοφόρος γη,… … Dictionary of Greek