-
1 οἰνο-χόη
-
2 οἰνοχόη
οἰνο-χόη, ἱ, das Gefäß zum Eingießen des Weines aus dem großen Mischgefäße in die Becher, Gießkanne; der Schenktisch mit den Trinkgefäßen -
3 οινοχοη
См. также в других словарях:
πλημοχόη — ἡ, Α αγγείο που χρησιμοποιούσαν κατά την τελευταία ημέρα τών Ελευσινίων Μυστηρίων («ἐν ᾗ δύο πλημοχόας πληρώσαντες, τὴν μὲν πρὸς ἀνατολάς, τὴν δὲ πρὸς δύσιν ἀνιστάμενοι, ἀνατρέπουσιν, ἐπιλέγοντες ῥῆσιν μυστικήν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήμη… … Dictionary of Greek
σπονδοχόη — ἡ, Α αγγείο για την προσφορά σπονδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + χοή (< χέω), πρβλ. οινο χόη] … Dictionary of Greek
υδροχόη — η / ὑδροχόη, ΝΜΑ, και μτγν τ. ὑδροχόα Α αυλάκι, οχετός νερού νεοελλ. (παλαιότερα) είδος δοχείου με το οποίο έχυναν νερό στη λεκάνη τού νιπτήρα, κανάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + χοή (< χέω), πρβλ. οἰνο χόη] … Dictionary of Greek
οινοχόη — Αρχαίο αγγείο με μια λαβή, το οποίο γέμιζαν με κρασί από τον κρατήρα. Οι ο. ήταν κατασκευασμένες από πηλό ή από ορείχαλκο και, πολλές φορές, από ασήμι. Στους αρχαιότερους χρόνους ήταν αγγείο μάλλον βαρύ, με μεγάλη κοιλιά και βάση. Αργότερα όμως… … Dictionary of Greek