Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

οἰνο-χάρων

См. также в других словарях:

  • κυπελλοχάρων — κυπελλοχάρων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που ευχαριστιέται να έχει μπροστά του κύπελλα, δηλ. ο πότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύπελλο + χάρων (< θ. χαρ , πρβλ. ἐ χάρ ην, παθ. αόρ. τού χαίρω), πρβλ. λεβητο χάρων, οινο χάρων] …   Dictionary of Greek

  • Πατελλοχάρων — οντος, ὁ, Α κωμική ονομασία παρασίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάτελλα «πιάτο, πιατέλα» + χάρων (< χαίρω), πρβλ. οινο χάρων] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»