-
1 οἰνοβαρής
οἰνο - βαρής, voc. - ές=foregoing, ‘wine-bibber,’ Il. 1.225†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > οἰνοβαρής
-
2 βαρύς
Grammatical information: adj.Meaning: `heavy', of tone `deep' (Il.).Compounds: βαρύ-γδουπος (Pi.) etc.Derivatives: βαρύτης, - ητος f. (Att.). Denom.1. βαρύνω `weigh down, oppress' (Il.); 2. βαρύθω `be weighed down' (Il.); 3. βαρέω s. below. - βάρος n. `heavy weight', (simplex Hdt.; in comp. ( χαλκο-, οἰνο-βαρής Il.). - The ptc. βεβαρηώς ( οἴνῳ βεβαρηότες, - ότα γ 139, τ 122) cf. οἰνοβαρής (Α 225; metr. lengthened οἰνοβαρείων ι 374, κ 555), from which οἰνοβαρέω (Thgn.); from there (?) βεβαρημένος (Pl.); βόρημαι (Sapph. Supp. 25, 17) with Aeol. vocalism; βαρέω (Hp. Morb.),.Etymology: Identival with Skt. gurú-, Av. gouru-, Goth. kaúrus `heavy'. Lat. gravis from *graus \< *gʷreh₂us. Full grade in Skt. comparative gárīyān. Cf. βριαρός, βρίθω.Page in Frisk: 1,221-222Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βαρύς
См. также в других словарях:
ετεροβαρής — ές (Μ ἑτεροβαρής, ές) αυτός τού οποίου το βάρος πιέζει το ένα μέρος, τη μία πλευρά νεοελλ. εκείνος που βαρύνει περισσότερο ή αποκλειστικά τη μία πλευρά, που επιβάλλει άνισες υποχρεώσεις («ετεροβαρής σύμβαση»). επίρρ... ετεροβαρώς κατά ετεροβαρή,… … Dictionary of Greek
καρηβαρής — καρηβαρής, ές (Α) αυτός που αισθάνεται βάρος στο κεφάλι, που έχει πονοκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφάλι» + βαρής (< βάρος), πρβλ. οινο βαρής, χειρο βαρής] … Dictionary of Greek
κεντροβαρής — ές (Μ κεντροβαρής, ές) αυτός που έχει διεύθυνση προς το κέντρο βάρους ενός σώματος («κεντροβαρής άξονας») νεοελλ. αυτός που το κέντρο βάρους του βρίσκεται στη μέση («κεντροβαρές σώμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρο + βαρής (< βάρος), πρβλ. καρη βαρής … Dictionary of Greek
κεφαλοβαρής — κεφαλοβαρής, ές (Α) (κυρίως για φυτά) αυτός που έχει βαρύ κεφάλι («τῶν φυτῶν τὰ κεφαλοβαρῆ μακροβιώτερα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. γυιο βαρής, οινο βαρής] … Dictionary of Greek
χαλκοβαρής — ές, ΜΑ, θηλ. και χαλκοβάρεια Α κατεργασμένος από βαρύ χαλκό («δόρυ χαλκοβαρές», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. οἰνο βαρής] … Dictionary of Greek
χειροβαρής — ές, Α αυτός που έχει τόσο βάρος όσο μπορεί κανείς να σηκώσει με το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. οἰνο βαρής] … Dictionary of Greek
υλοβαρώ — έω, Μ επιβαρύνω με ακάθαρτη ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + βαρῶ (< βαρής < βάρος), πρβλ. οἰνο βαρῶ] … Dictionary of Greek