Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

οἰνο-βαρής

См. также в других словарях:

  • ετεροβαρής — ές (Μ ἑτεροβαρής, ές) αυτός τού οποίου το βάρος πιέζει το ένα μέρος, τη μία πλευρά νεοελλ. εκείνος που βαρύνει περισσότερο ή αποκλειστικά τη μία πλευρά, που επιβάλλει άνισες υποχρεώσεις («ετεροβαρής σύμβαση»). επίρρ... ετεροβαρώς κατά ετεροβαρή,… …   Dictionary of Greek

  • καρηβαρής — καρηβαρής, ές (Α) αυτός που αισθάνεται βάρος στο κεφάλι, που έχει πονοκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφάλι» + βαρής (< βάρος), πρβλ. οινο βαρής, χειρο βαρής] …   Dictionary of Greek

  • κεντροβαρής — ές (Μ κεντροβαρής, ές) αυτός που έχει διεύθυνση προς το κέντρο βάρους ενός σώματος («κεντροβαρής άξονας») νεοελλ. αυτός που το κέντρο βάρους του βρίσκεται στη μέση («κεντροβαρές σώμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρο + βαρής (< βάρος), πρβλ. καρη βαρής …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοβαρής — κεφαλοβαρής, ές (Α) (κυρίως για φυτά) αυτός που έχει βαρύ κεφάλι («τῶν φυτῶν τὰ κεφαλοβαρῆ μακροβιώτερα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. γυιο βαρής, οινο βαρής] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοβαρής — ές, ΜΑ, θηλ. και χαλκοβάρεια Α κατεργασμένος από βαρύ χαλκό («δόρυ χαλκοβαρές», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. οἰνο βαρής] …   Dictionary of Greek

  • χειροβαρής — ές, Α αυτός που έχει τόσο βάρος όσο μπορεί κανείς να σηκώσει με το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. οἰνο βαρής] …   Dictionary of Greek

  • υλοβαρώ — έω, Μ επιβαρύνω με ακάθαρτη ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + βαρῶ (< βαρής < βάρος), πρβλ. οἰνο βαρῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»