-
1 οἰνοψυκτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνοψυκτήρ
-
2 οἰνιψυκτήρ
A v. οἰνοψυκτήρ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνιψυκτήρ
См. также в других словарях:
οινοψυκτήρ — οἰνοψυκτήρ και οἰνιψυκτήρ, ῆρος, ὁ (Α) αγγείο για ψύξη οίνου, ψυγείο οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ψυκτήρ] … Dictionary of Greek
οινιψυκτήρ — οἰνιψυκτήρ, ῆρος, ὁ (Α) βλ. οἰνοψυκτήρ … Dictionary of Greek