Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

οἰνοχαρής

См. также в других словарях:

  • οἰνοχαρής — merry with wine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οινοχαρής — ές (Α οἰνοχαρής, ές) αυτός που χαίρεται, που αισθάνεται ηδονή να πίνει κρασί, μανιακός οινοπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χαρής (< χαίρομαι), πρβλ. αιμο χαρής] …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»