-
1 οινοπλήγες
-
2 οἰνοπλῆγες
См. также в других словарях:
οἰνοπλῆγες — οἰνοπλήξ wine stricken masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυστάς — μεθυστάς, άδος, ἡ (Α) 1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεθυστάδες, ὡς οἰνόπληγες μεθυστάδες γάμων μεθύουσαι καὶ εἰς γάμους συνιοῡσαι, οἷον τὸ παρθένους λέγεσθαι ἀπέβαλον, ἢ αἱ βαρυνθεῑσαι ὑπὸ μέθης οὐκέτι παρθένοι ἦσαν».… … Dictionary of Greek