-
1 οινιστηρία
οἰνιστηρίᾱ, οἰνιστηρίαcup: fem nom /voc /acc dualοἰνιστηρίᾱ, οἰνιστηρίαcup: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 οἰνιστηρία
οἰνιστηρίᾱ, οἰνιστηρίαcup: fem nom /voc /acc dualοἰνιστηρίᾱ, οἰνιστηρίαcup: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 οἰνιστήρια
οἰνιστήρια, τά, u. οἰνιστηρία, ἡ, sc. ἱερά, der Festtag u. das Opfer, wenn die athenischen Bürger ihren Söhnen, bevor sie unter die ἔφηβοι aufgenommen wurden, den Haarschopf, μαλλός od. κόννος, abschnitten u. dem Herakles ein Maß Wein darbrachten u. davon ihren φράτορες zutranken; der Becher, aus dem sie tranken, hieß οἰνιστηρία -
4 οἰνιστήρια
οἰνιστήρια, τά, bei Phot. auch οἰνιαστήρια, sc. ἱερά, der Festtag u. das Opfer, wenn die athenischen Bürger ihren Söhnen, bevor sie unter die ἔφηβοι aufgenommen wurden, den Haarschopf, μαλλός od. κόννος, abschnitten u. dem Herakles ein Maß Wein darbrachten u. davon ihren φράτορες zutranken, VLL.; der Becher, aus dem sie tranken, hieß οἰνιστηρία, Pamphil. bei Ath. XI, 494.
-
5 οινιστήρια
-
6 οἰνιστήρια
-
7 οἰνιστηρία
οἰνιστηρία, ἡ, s. das Folgde.
-
8 οἰνιστηρία
οἰν-ιστηρία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνιστηρία
-
9 οἰνιστήρια
οἰν-ιστήρια (sc. ἱερά), τά, festival at which Athenians cut off the μαλλός, κόννος or σκόλλυς of their sons previous to their being enrolled among the ἔφηβοι, at the same time offeringA a measure of wine ([etym.] οἴνου μέτρον) to Heracles, and drinking part of it to the health of their φράτερες, Eup.135, Hsch., Phot. ([full] οἰνιαστήρια in Eust.907.18).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνιστήρια
-
10 οινιστηρίαν
-
11 οἰνιστηρίαν
-
12 οἰνιαστήρια
οἰνιαστήρια, τά,A v. οἰνιστήρια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνιαστήρια
См. также в других словарях:
οἰνιστηρία — οἰνιστηρίᾱ , οἰνιστηρία cup fem nom/voc/acc dual οἰνιστηρίᾱ , οἰνιστηρία cup fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινιστηρία — οἰνιστηρία ἡ (Α) [οινιστήρια] το ποτήρι με το οποίο προσφερόταν κρασί κατά τα οινιστήρια … Dictionary of Greek
οινιστήρια — οἰνιστήρια και οἰνιαστήρια, τὰ (Α) εορτή στην αρχαία Αθήνα, κατά την οποία οι γονείς έκοβαν τα μαλλιά και τα γένια τών υιών τους προκειμένου να τοὺς γράψουν στην τάξη τών ἐφήβων, προσέφεραν σπονδή στον Ηρακλέα και έδιναν στους προσκεκλημένους να… … Dictionary of Greek
οἰνιστήρια — a measure of wine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνιστηρίαν — οἰνιστηρίᾱν , οἰνιστηρία cup fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινίστρια — οἰνίστρια, ἡ (Α) η οἰνιστηρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνίζω (Ι) + επίθημα τρία (πρβλ. πολεμίσ τρια, τυμπανίσ τρια)] … Dictionary of Greek
οινιαστήρια — οἰνιαστήρια, τὰ (Α) βλ. οἰνιστήρια … Dictionary of Greek