Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἰνιαστήρια

См. также в других словарях:

  • οινιαστήρια — οἰνιαστήρια, τὰ (Α) βλ. οἰνιστήρια …   Dictionary of Greek

  • οινιστήρια — οἰνιστήρια και οἰνιαστήρια, τὰ (Α) εορτή στην αρχαία Αθήνα, κατά την οποία οι γονείς έκοβαν τα μαλλιά και τα γένια τών υιών τους προκειμένου να τοὺς γράψουν στην τάξη τών ἐφήβων, προσέφεραν σπονδή στον Ηρακλέα και έδιναν στους προσκεκλημένους να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»