-
1 οιναγωγόν
-
2 οἰναγωγόν
См. также в других словарях:
οἰναγωγόν — οἰναγωγός carrying wine masc/fem acc sg οἰναγωγός carrying wine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιναγωγός — οἰναγωγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει κρασί, οινοφόρος («οἰναγωγὸν πλοῑον», Κρατίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἀγωγός (πρβλ. παιδ αγωγός)] … Dictionary of Greek