Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἰκ-ίσκος

См. также в других словарях:

  • καλαθίσκος — καλαθίσκος, ὁ (Α) 1. καλάθι 2. αρχιτ. είδος κοσμήματος στα φατνώματα τής οροφής, αλλ. κόφινος 3. είδος ορχήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + κατάλ. ισκος (πρβλ. να ίσκος, οικ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • κυαθίσκος — ο (Α κυαθίσκος) νεοελλ. μικρός κύαθος, μικρό ποτήρι αρχ. 1. το κοίλο μέρος τού καθετήρα 2. χειρουργικό εργαλείο για εξαγωγή βελών ή άλλων βλημάτων από τα τραύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαθος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. καλαθ ίσκος, οικ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»