-
1 οικόπεδα
-
2 οἰκόπεδα
-
3 θεμέλιος
θεμέλῐ-ος, ον,A of or for the foundation, ;οἰκόπεδα D.S.5.66
: abs., θεμέλιος (sc. λίθος), ὁ, foundation-stone, Arist.Ph. 237b13, Metaph. 1013a5: metaph., τῆς τέχνης θ. Macho ap.Ath.8.346a;θ. ἀγνοίας Ph.1.266
; οἱ θ. ἐκ παντοίων λίθων ὑπόκεινται the foundations, Th.1.93;τοὺς θ. ἐκ τῶν λίθων οἰκοδομεῖσθαι Arist.PA 668a19
: metaph., προλιπεῖντοὺς προγονικοὺς θ. SIG888.70(Scaptopara, iii A.D.): also neut. (s.v.l.),PPetr.3p.121 (iii B.C.), al.: pl., τὰ θ.Arist.Ph. 200a4, PCair.Zen.176.71 (iii B.C.),al., Paus.8.32.1: metaph., τὰ ὑποβληθέντα θ., of the foundations of the world, Epicur.Ep.2p.38U.: gender indeterminate, μὴ ὑποκειμένων.. θ. X.Eq.1.2; ἐκ τῶν θ. from the foundations, Th.3.68 (also sg.,ἐνέπρησαν [οἰκίαν] ἐκ θεμελίου BGU 909.17
(iv A.D.)): metaph.,ἐκθ. ἐσφαλμένοι Plb.5.93.2
, etc.;ἄρδην καὶ ἐκ θ. ἀπόλλυσθαι Hdn.8.3.2
; also ἀνεκτίσθη τὸ τεῖχος ἐκ θεμελείων (sic) Supp.Epigr.2.480(Kuban, iv A.D.).II θεμέλια, τά, buildingsites, Ptol.Tetr. 174, cf. Vett.Val.82.24,al.III Subst., the fourth τόπος,= ἀντιμεσουράνημα, Herm.Trism. in Cat.Cod.Astr.8(3).101, cf. 8(4).241.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεμέλιος
-
4 ἀνακαθαίρω
A clear out, clear completely, τοὺς πόρους the ducts, Anaxipp.1.16; cleanse ulcer, Paul.Aeg.4.41;τάφρους D.H.8.13
; clear streets, OGI483.79 (Pergam.); τράφως καὶ ῥόως.. ἀγκοθαρίοντι ( = ἀνακαθαροῦσι) Tab Heracl.1.132; prune, Thphr.HP1.3.3; clear ground for foundations, SIG2587.46 (Eleusis, iv B. C.), BCH29.468 (Delos, iii B. C.), IG12(2).11.3 ([place name] Mytilene):—[voice] Med.,ἀνακαθηράμενον τὸ χωρίον Ath.Mitt.31.134
(Athens, iv B. C.), IG2.1054.8 (iv B. C.):— [voice] Pass., ib.7.3073.64 (Lebad.); of a mine, to be cleared out, Arist.Mir. 834a27;οἰκόπεδα D.H.14.2
; of the air, become quite clear, Plu.Flam. 8.II [voice] Med., clear or sweep away, (so [voice] Act. in D.H.1.12);τὰ πρὸ ποδῶν Plb. 10.30.8
;τὴν παραλίαν ἀ. Plu.Alex.17
.3 ἀνακαθαίρεσθαι λόγον clear up or enucleate a subject, μέθης πέρι, σμικροῦ πράγματος, παμμήκη λόγον -όμενος ib. 642a.4 Medic., cleanse thoroughly, Hp.Aph.5.8: metaph., purify, ad Them.254a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακαθαίρω
-
5 ὑποδοχεῖον
ὑποδοχ-εῖον, τό,A reservoir, Aristeas 89,91, PTeb.733.8 (ii B. C.); used for storage of (live ?) fish, PHamb.6.10 (ii A. D.); of wine, PSI8.918.2 (i A. D.), POxy.729.28 (ii A. D.);τοῦ ὑπάρχοντος λέμβου Ἀντικλεῖ ἐν τῷ βασιλικῷ ὑ. PPetr.2p.64
(iii B. C., perh. = dock); coupled with διῶρυξ, PSI9.1056.6 (vi A. D.); perh. also, store-house, barn,οἰκόπεδα καὶ ὑποδόχιον BGU301.11
(ii A. D.), cf. PTeb.86.15, al. (ii B. C.), etc.: metaph., entrepót,Ἀπάμεια τῶν ἀπὸ τῆς Ἰταλίας καὶ τῆς Ἑλλάδος ὑ. κοινόν ἐστι Str.12.8.15
, cf. 17.1.13; ὑ. τροφῆς, of the stomach, Gal.19.361.II socket of door-hinge, IG11(2).287 A 116 (Delos, iii B. C.). (In signf. 1 written [full] ὑποδόχιον (less prob. [full] ὑποδοχῖον ) in PPetr.2pp.24,64 (iii B. C.), PTeb.733.8 (ii B. C.), but [full] ὑποδοχεῖον ( [full] ὑποδόχειον ) in PSI10.1126.13 (iii A. D.), and codd.Aristeas, Str., Gal. ll. cc.; in signf. 11 [full] ὑποδοχεῖον.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποδοχεῖον
См. также в других словарях:
οἰκόπεδα — οἰκόπεδον site of a house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικόπεδο — το (Α οἰκόπεδον) συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για οικοδόμηση ή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί κτίσμα (α. «το οικόπεδο είναι ακόμη… … Dictionary of Greek
Greek military junta of 1967–1974 — Regime of the Colonels redirects here. For the generic usage as a term for military rule, see military junta. For the Polish regime of colonels, see Piłsudski s colonels. For other uses, see Colonels regime. History of Greece … Wikipedia
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
εκτίμηση — Προσδιορισμός της τρέχουσας αξίας ενός οικονομικού αγαθού. Ο υπολογισμός αυτός γίνεται στη βάση της τιμής της αγοράς, του κόστους παραγωγής, της κεφαλαιοποίησης, της προσόδου του αγαθού κλπ., λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξωτερικές συνθήκες (δηλαδή … Dictionary of Greek
κληρώνω — (AM κληρώ, όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [κλήρος] 1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις… … Dictionary of Greek
μεσοτοιχία — η [μεσότοιχος] 1. κοινός τοίχος που χωρίζει δύο οικοδομήματα ή δύο οικόπεδα 2. (νομ.) το δικαίωμα να έχει κάποιος κοινό τοίχο με έναν γειτονικό ιδιοκτήτη 3. αποζημίωση που καταβάλλεται σε ιδιοκτήτη για τη χρήση τής μεσοτοιχίας από κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
οικοπεδοφάγος — ο αυτός που καταπατά ξένα οικόπεδα ή δημόσια γη για να τη μετατρέψει σε οικόπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικόπεδο + φάγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πάγιος — α, ο (ΑΜ πάγιος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. στερεός («κηρὸς... σιδήρου παγιώτερος», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν επιδέχεται αλλαγές, σταθερός, αμετακίνητος, αμετάβλητος (α. «πάγια κατάσταση» β. «πάγιες αποδοχές») νεοελλ. φρ. α) «πάγια έξοδα» (οικον.)… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ακίνητα — Η περιουσία ή οποιαδήποτε ιδιοκτησία σχετίζεται με το έδαφος και τα συστατικά του μέρη (αντίθετο: κινητή περιουσία). Στην καθημερινή χρήση, ο όρος αναφέρεται σε περιουσιακά στοιχεία όπως τα οικόπεδα και τα σπίτια. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο που… … Dictionary of Greek