-
1 οικτρως
ужасным образом, плачевно, печально(θανεῖν Soph.; ἐξελαύνεσθαι Plut.)
οἰ. ἔχειν Soph. — быть несчастным -
2 οικτρώς
-
3 οἰκτρῶς
-
4 προς-πίπτω
προς-πίπτω (s. πίπτω), zufallen; im pers. zugefallen sein, dabei liegen, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι, am Hafen od. nach dem Hafen zu liegende Küste, Od. 13, 98 (welche Form Andere, wie Buttmann, zu προςπτήσσω ziehen); βωμοῖσι προςπίπτουσα, Soph. Trach. 900; προςπεσὼν ἔχου, Ai. 1160; vgl. προςπεσόντα πως βωμῷ καϑῆσϑαι τοῠ Ποσειδῶνος, O. C. 1159; also fußfällig bitten, anflehen, τί με προςπίπτεις; Eur. Andr. 538; πρόςπιπτε οἰκτρῶς τοῠδ' Ὀδυσσέως γόνυ, Hec. 339, u. öfter; προςπεσὼν αὐτῷ ἱκέτευε, Plat. Ep. VII, 349 a, wie Xen. Cyr. 4, 6, 2; Pol. 10, 18, 7; τὸν Ἀχιλλέα, Luc. paras. 46; – zufällig auf Einen stoßen, treffen, μὴ καὶ λάϑῃ με προςπεσών, Soph. Phil. 46. 156, wie Eur. Herael. 339; πρός τινα, Ar. Equ. 31; προςπεσοῦσα ἄτη, Her. 1, 32; αἱ συμφοραὶ προςπίπτουσαι, die vorfallenden Begebenheiten, 7, 46; αἱ προςπίπτουσαι τύχαι, Thuc. 1, 84, öfter; χαριζόμενος τῇ προςπιπτούσῃ ἐπιϑυμίᾳ, Plat. Rep. VIII, 561 c; ὅταν σοι προςπίπτῃ τι τῶν τοιούτων δογμάτων, wenn es dir vorkommen sollte, Legg. IX, 854 b; zufällig zu Theil werden, ἡ ἀτιμία φιλοσοφίᾳ διὰ ταῠτα προςπέπτωκεν, Rep. VII, 535 c; auch ἄν τινες νόσοι προςπέσωσιν, Phaed. 66 c; χαλεπὴ τύχη προςπεσοῠσα, Legg. V, 747 c; αἰσϑήσεις προςπεσοῠσαι, Tim. 44 a; Pol. vrbdt auch προςπίπτειν ἐς βράχεα, hineingerathen, 1, 39, 3; ὁ χειμάῤῥους προςπίπτει πρὸς τὸν Ἐρύμανϑον fällt in den Er., 4, 70, 9; bes. feindlich auf Einen stoßen, anfallen, angreifen, verstoßen wogegen, ἐς Δίκας βάϑρον προςέπεσες πολύ, Soph. Ant. 848; δυςτυχεστάτῳ προςέπεσον κλήρῳ, Eur. Troad. 291; Thuc. 3, 30; πόλεσιν ἀτειχίστοις, 1, 5, u. öfter; εἴτ' ἐγγύϑεν προςπίπτουσα, εἴτε πόῤῥωϑεν, Plat. Rep. VII, 523 e; Xen. u. A., wie Pol. 1, 28, 9 u. öfter; auch = sich zu Jemandes Partei schlagen, auch = seine Uebereinstimmung zu erkennen geben. – Absolut, Einem zu Ohren kommen, in die Ohren fallen, προςπίπτει ἀβλεμές, es klingt schwach, Long. 29; ἡ φήμη προςπίπτει αὐτοῖς, Pol. 5, 101, 3; προςέπεσε παραγενέσϑαι τοὺς πρεσβευτάς, 25, 4, 10, προςπεπτωκυίας αὐτοῖς τῆς ἁλώσεως, als ihnen die Eroberung zu Ohren gekommen war; vgl. εἴ τισιν ἐξαίφνης ἀκούσασιν ἀπιστότερος προςπέπτωκεν ὁ τοιοῠτος λόγος, Aesch. 3, 59.
-
5 τυμπανο-φορέομαι
τυμπανο-φορέομαι, Pauken tragen, Clearch. bei Ath. XII, 541 e, μητραγυρτῶν καὶ τυμπανοφορούμενος οἰκτρῶς τὸν βίον κατέστρεψεν.
-
6 οἰκτρός
οἰκτρός ( οἶκτος), mitleidswerth, beklagenswerth, elend; Hom. vrbdt οἴκτρ' ὀλοφύρεσϑαι, erbärmlich klagen, z. B. Od. 4, 719; τούτων καὶ οἰκτρότερ' ἄλλ' ἀγορεῦσαι, 11, 381; οἰκτροτάτην ἤκουσα ὄπα, 421; vgl. Soph. κατά μοι βόασον οἰκτρὰν ὄπα, τοῖς ἔνερϑ' Ἀτρείδαις, die klagende Stimme, El. 1067; οἰκτροὺς λόγους, Eur. I. A. 981, οἰκτρὸν δάκρυ, Suppl. 96, οἰκτρὸν ἀνεβόασεν, Hel. 184; συμφορᾶς οἰκτρᾶς, Pind. Ol. 7, 77; οἰκτροτάτῳ ϑανάτῳ, P. 3, 42; στένουσιν ἄλγος οἰκτρόν, Aesch. Prom. 433; ἄλοχος, Suppl. 59; ὡς οἰκτρῶς ἔχω, Soph. Tr. 1069; bei Eur. im superl., οἰκτρότατα ἄχεα, Med. 649; in Prosa, ἕτερα τούτου πεπόνϑαμεν οἰκτρότερα, Her. 7, 46; οἰκτρὸν ἂν εἴη τὸ πάϑος, Plat. Phaed. 90 c; Folgde; bei Agath. 4 (V, 216) οἰκτρότατος im Ggstz von ὑπερφίαλος. Den unregelmäßigen superl. οἴκτιστος s. oben.
-
7 οἰκτρός
A pitiable,κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον οἰκτρός Il.11.242
, cf. A.Supp.61(lyr.), S.OT58, etc.: c. gen., to be pitied for..,Plu.
Flam.13.2 of things, pitiable, lamentable,ἕτερα πεπόνθαμεν -ότερα Hdt.7.46
;οἰκτρὰ λογοποιοῦντες X.Cyr.2.2.13
;συμφορὰ οἰ. Pi.O.7.77
;- ότατος θάνατος Id.P.3.42
; πημοναί, ἄλγος, A.Pr. 240, 435 (lyr.), etc.;οἰκτρὰ γὰρ βόσκειν [ἡ κήρ] S.Ph. 1167
(lyr.) ; οἰκτρόν [ ἐστι] c. inf., A.Th. 321 (lyr.).3 in contemptuous sense, οἰ. τέκνα sorry fellows, Aus.Epigr.57 ;παιδίσκη Porph.Chr.23
;οἰ. τραγῳδία
miserable,Eust.
1691.34.II in act. sense, wailing piteously, piteous,- οτάτην δ' ἤκουσα ὄπα Od.11.421
, cf. S.El. 1067 (lyr.) ; οἰκτρᾶς γόον ὄρνιθος, of the nightingale, Id.Aj. 629(lyr.): neut. pl. as Adv.,οἴκτρ' ὀλοφυρομένη Od.4.719
, cf. 10.409, al.: regul. Adv. , S.El. 102 (anap.), al., And.4.39, Lys.32.10 : [comp] Comp.- ότερα AP10.65
(Pall.): [comp] Sup. .—Besides οἰκτρότερος, οἰκτρότατος, we find [comp] Sup. οἴκτιστος (q. v.) ; οἰκτότερον is f.l. in Hdt.7.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκτρός
-
8 ἀνεινῶς
ἀνεινῶς· οἰκτρῶς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεινῶς
-
9 Disconsolately
adv.Despondently: P. ἀθύμως (Xen.), δυσθύμως (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disconsolately
-
10 Dismally
adv.Despondently: P. ἀθύμως (Xen.), δυσθύμως (Plat.).Miserably: P. and V. ἀθλίως. οἰκτρῶς, V. τλημόνως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dismally
-
11 Dolefully
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dolefully
-
12 Feelingly
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Feelingly
-
13 Forlornly
adv.P. and V. ἀθλίως, οἰκτρῶς, V. τλημόνως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Forlornly
-
14 Grievously
adv.Terribly: P. and V. δεινῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grievously
-
15 Haplessly
adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Haplessly
-
16 Lamentably
adv.Terribly: P. and V. δεινῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lamentably
-
17 Miserably
adv.P. and V. ἀθλίως, οἰκτρῶς, V. τλημόνως.In wretched plight: P. and V. κακῶς, P. μοχθηρῶς, πονηρῶς.Inefficiently: P. and V. κακῶς, φαύλως.Despondently: P. ἀθύμως (Xen.), δυσθύμως (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Miserably
-
18 Mournfully
adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mournfully
-
19 Movingly
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Movingly
-
20 Pathetically
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pathetically
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οικτρώς — (Α οἰκτρῶς) επίρρ. βλ. οικτρός … Dictionary of Greek
οἰκτρῶς — οἰκτρός pitiable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικτρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ οικτρός, ά, όν) 1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.) 2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ … Dictionary of Greek
METRAGYRTA — Graece Μητραγύρτης, Callias vocatur Aristoteli Rhetor. ad Theodect. l. 3. c. 2. Λέγω δ᾿ δ᾿ οἷον, οὐπεὶ τὰ ἐναντία εν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φᾶναι τὸν μὲν πτωχεύοντα ἔυχεςθαι, τὸν δ᾿ ἐυχόμενον πτωχεύειν. ἵτι ἄμφω ἀιτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐςτὶ ποιεῖν, Ω῾ς … Hofmann J. Lexicon universale
επιλήθω — ἐπιλήθω (μέσ. ἐπιλήθομαι και ἐπιλανθάνομαι) (AM) αρχ. 1. προκαλώ λήθη («ὁ γὰρ [ὕπνος] τ’ ἐπέλησεν ἁπάντων ἐσολῶν ἡδὲ κακῶν» ο ύπνος μ’ έκανε να τά ξεχάσω όλα, και τα καλά και τα κακά, Ομ. Οδ.) 2. λησμονώ («νήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς οἰχομένων γονέων… … Dictionary of Greek
θελεμός — ό (Α θελεμός, όν) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θελεμός θέληση, βούληση («θελεμός τ αφέντη στραβός ο τοίχος» η θέληση τού αφέντη εκτελείται ακόμη κι αν είναι παράλογη, παροιμ.) αρχ. 1. αυτός που ρέει μόνος του, με τη θέλησή του 2. ήρεμος, ήσυχος.… … Dictionary of Greek