Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἰκτισμός

См. также в других словарях:

  • οικτισμός — οἰκτισμός, ὁ (Α) [οικτίζω] θρήνος, οδυρμός («καὶ ἐξεκάγχασεν ἐπὶ τῷ οἰκτισμῷ αὐτοῡ», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • οἰκτισμός — lamentation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτισμοῦ — οἰκτισμός lamentation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτισμῷ — οἰκτισμός lamentation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτισμόν — οἰκτισμός lamentation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»