-
1 οικτισμός
-
2 οἰκτισμός
-
3 οἰκτισμός
οἰκτισμός, ὁ, das Wehklagen; μύζουσιν οἰκτισμόν, Aesch. Eum. 180; Xen. Conv. 1, 16; Sp.
-
4 οικτισμος
-
5 οἰκτισμός
οἰκτισμός, ὁ, das Wehklagen -
6 οἰκτισμός
οἰκτ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκτισμός
-
7 οικτισμού
-
8 οἰκτισμοῦ
-
9 οικτισμώ
-
10 οἰκτισμῷ
-
11 οικτισμόν
-
12 οἰκτισμόν
См. также в других словарях:
οικτισμός — οἰκτισμός, ὁ (Α) [οικτίζω] θρήνος, οδυρμός («καὶ ἐξεκάγχασεν ἐπὶ τῷ οἰκτισμῷ αὐτοῡ», Ξεν.) … Dictionary of Greek
οἰκτισμός — lamentation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτισμοῦ — οἰκτισμός lamentation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτισμῷ — οἰκτισμός lamentation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτισμόν — οἰκτισμός lamentation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)