-
1 οικτιρμός
-
2 οἰκτιρμός
-
3 οἰκτιρμός
οἰκτιρμός, ὁ, Mitleid, Bedauern; Pind. P. 1, 85; häufig bei Sp., wie N. T.
-
4 οικτιρμος
ὁ (тж. σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ - v. l. οἰκτιρμῶν NT.) сочувствие, сострадание, жалость Pind., NT. -
5 οἰκτιρμός
-
6 οἰκτιρμός
οἰκτιρμός, ὁ, u. οἰκτιρμοσύνη, ἡ, Mitleid, Bedauern -
7 οἰκτιρμός
οἰκτιρμός, οῦ, ὁ (οἰκτείρω; Pind., Pyth. 1, 85 [164]; PCairMasp 7, 19 [VI A.D.]; LXX) rarely in sing. (which is not common in the LXX) display of concern over another’s misfortune, pity, mercy, compassion ἐνδύσασθαι σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ (gen. of quality) put on heartfelt compassion Col 3:12. Almost always pl., partly to express the concrete forms of expression taken by the abstract concept (B-D-F §142; cp. Rob. 408), but more oft. without any difference fr. the sing., due to the influence of the Hebr. pl. רַחֲמִים (2 Km 24:14; Ps 24:6; Is 63:15; TestJos 2:3). Quite gener. χωρὶς οἰκτιρμῶν without pity Hb 10:28.—Of humans: w. σπλάγχνα (hendiadys) Phil 2:1. ἡ … μετʼ οἰκτιρμῶν μνεία remembrance with compassion 1 Cl 56:1.—Of God (Ps 24:6; 39:12; Ps.-Clem., Hom. 3, 29) οἰκ. τοῦ θεοῦ Ro 12:1. τὸ πλῆθος τῶν οἰκ. σου your abundant mercy 1 Cl 18:2 (Ps 50:3). ἐπιστρέφειν ἐπὶ τοὺς οἰκ. αὐτοῦ turn to his (God’s) compassion 9:1. προσφεύγειν τοῖς οἰκ. αὐτοῦ take refuge in his (God’s) mercies 20:11. God as πατὴρ τῶν οἰκ. merciful Father 2 Cor 1:3 (s. B-D-F §165; Mlt-H. 440f).—DELG s.v. οἶκτο. M-M. TW. -
8 οἰκτιρμός
{сущ., 5}сочувствие, жалость, сострадание, милосердие.Синонимы: 1656 ( ἔλεος).Ссылки: Рим. 12:1; 2Кор. 1:3; Флп. 2:1; Кол. 3:12; Евр. 10:28. LXX: 7356 (םימִחֲרַ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οἰκτιρμός
-
9 οικτιρμός
{сущ., 5}сочувствие, жалость, сострадание, милосердие.Синонимы: 1656 ( ἔλεος).Ссылки: Рим. 12:1; 2Кор. 1:3; Флп. 2:1; Кол. 3:12; Евр. 10:28. LXX: 7356 (םימִחֲרַ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οικτιρμός
-
10 οικτιρμός
ο жалость; сочувствие; сострадание -
11 οἰκτιρμός
сочувствие, жалость, сострадание, милосердие; син. ἔλεος; LXX: (רַחֲמִים).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οἰκτιρμός
-
12 οἰκτιρμός
-οῦ + ὁ N 2 0-4-4-22-6=36 2 Sm 24,14; 1 Kgs 8,50; 1 Chr 21,13; 2 Chr 30,9; Hos 2,21mercy, compassion, pity (from God to humans) Sir 5,6; id. (from humans to humans) Zech 7,9; οἱ οἰκτιρμοί com-passionate feelings, mercies (mostly pl.) 2 Sm 24,14→NIDNTT; TWNT -
13 οἰκτιρμός
οἰκτ-ιρμός, ὁ,A pity, compassion, Pi. P.1.85 : pl., compassionate feelings, mercies, Ep.Rom.12.1, Ep.Phil. 2.1, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκτιρμός
-
14 οἰκτείρησις
οἰκτείρησις, ἡ, = οἰκτιρμός; LXX.; Clem. Al.
-
15 ἔλεος
милость, милосердие, жалость, сострадание, сочувствие; син. οἰκτιρμός, χάρις; (ἔλεος) подчеркивает сострадание или оказание милости и доброты человеку в жалком состоянии, а χάρις говорит о незаслуженном даре без ожидания воздаяния или возврата; LXX: почти всегда (חֶסֶד).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔλεος
-
16 οικτιρμοίς
-
17 οἰκτιρμοῖς
-
18 οικτιρμού
-
19 οἰκτιρμοῦ
-
20 οικτιρμοί
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οἰκτιρμός — pity masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικτιρμός — ο (ΑΜ οικτιρμός) οίκτος, ευσπλαγχνία, συμπάθεια, λύπηση («κρέσσων οἰκτιρμοῡ φθόνος», Πίνδ.) αρχ. στον πληθ. οἱ οἰκτιρμοί συναισθήματα οίκτου («καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + κατάλ. μός … Dictionary of Greek
οικτιρμός — ο ευσπλαχνία, συμπάθεια: Ο ιερέας επικαλέστηκε τον οικτιρμό του Υψίστου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκτιρμοῖς — οἰκτιρμός pity masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτιρμοί — οἰκτιρμός pity masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτιρμοῦ — οἰκτιρμός pity masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτιρμούς — οἰκτιρμός pity masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτιρμῶν — οἰκτιρμός pity masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτιρμῷ — οἰκτιρμός pity masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτιρμόν — οἰκτιρμός pity masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
щедрота — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (οἰκτιρμός) милость, милосердие; щедрое подаяние … Словарь церковнославянского языка