-
1 οικτείραντα
-
2 οἰκτείραντα
См. также в других словарях:
οἰκτείραντα — οἰκτείρω aor part act neut nom/voc/acc pl οἰκτείρω aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 οικτείραντα
2 οἰκτείραντα
οἰκτείραντα — οἰκτείρω aor part act neut nom/voc/acc pl οἰκτείρω aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)