-
1 οἰκο-φθορία
οἰκο-φθορία, ἡ, Vernichtung, Verlust des Hauses u. Vermögens; καὶ πενίαν φοβεῖσϑαι, Plat. Phaed. 82 c; Sp., wie D. Hal.; γυναικῶν γαμετῶν, die Verführung verheiratheter Frauen, Plut. educ. 15.
-
2 οἰκοφθορία
οἰκο-φθορία, ἡ, Vernichtung, Verlust des Hauses u. Vermögens; γυναικῶν γαμετῶν, die Verführung verheirateter Frauen -
3 οικοφθορια
См. также в других словарях:
ζωοφθορία — (I) ζωοφθορία, ἡ (Α) έκτρωση, αποβολή, άμβλωση, έκτρωμα, εξάμβλωμα, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φθορια (< φθορος < φθείρω), πρβλ. αλληλο φθορία, οικο φθορία]. (II) ζῳοφθορία, ἡ (Α) διαφθορά ζώων, σαρκική μίξη με ζώα, κτηνοβασία.… … Dictionary of Greek