-
1 οικοφθόρους
-
2 οἰκοφθόρους
См. также в других словарях:
οἰκοφθόρους — οἰκόφθορος one who ruins a house masc acc pl οἰκοφθόρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 οικοφθόρους
2 οἰκοφθόρους
οἰκοφθόρους — οἰκόφθορος one who ruins a house masc acc pl οἰκοφθόρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)