-
1 οἰκουροκαθέδριος
οἰκουροκαθέδριος βίος,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκουροκαθέδριος
-
2 οἰκουργός
A working at home, Ep.Tit.2.5 (v.l. οἰκουρούς);οἰκουργὸν καὶ καθέδριον διάγειν βίον Sor.1.27
(but cf. οἰκουροκαθέδριος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκουργός
См. также в других словарях:
οικουροκαθέδριος — οἰκουροκαθέδριος, ον (Μ) φρ. «οικουροκαθέδριος βίος» μονήρης βίος, οικιακός βίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκουρός «αυτός που μένει στο σπίτι» + καθέδριος «καθιστικός»] … Dictionary of Greek