-
1 οικονόμω
οἰκόνομοςone who manages a household: masc nom /voc /acc dualοἰκόνομοςone who manages a household: masc gen sg (doric aeolic)οἰκονόμοςmasc nom /voc /acc dualοἰκονόμοςmasc gen sg (doric aeolic)——————οἰκόνομοςone who manages a household: masc dat sgοἰκονόμοςmasc dat sg -
2 οικονομώ
οἰκονομέωmanage as a house-steward: pres subj act 1st sg (attic epic doric)οἰκονομέωmanage as a house-steward: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 οἰκονομῶ
οἰκονομέωmanage as a house-steward: pres subj act 1st sg (attic epic doric)οἰκονομέωmanage as a house-steward: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
4 οἰκονόμω
Βλ. λ. οικονόμω -
5 οἰκονόμῳ
Βλ. λ. οικονόμω -
6 οικονομώ
-
7 οικονομώ
para biriktirmek, para kazanmak -
8 экономить
-
9 экономить
экономитьнесов οίκονομώ, κάνω οίκο-νομία:\экономить деньги οίκονομώ τά χρήματα· \экономить время κάνω οίκονομία χρόνου· \экономить на чем-л. κάνω οίκονομίες σέ κάτι. -
10 οικονόμωι
οἰκονόμῳ, οἰκόνομοςone who manages a household: masc dat sgοἰκονόμῳ, οἰκονόμοςmasc dat sg -
11 οἰκονόμωι
οἰκονόμῳ, οἰκόνομοςone who manages a household: masc dat sgοἰκονόμῳ, οἰκονόμοςmasc dat sg -
12 приберечь
ρ.σ.μ. φυλάγω, κρατώ, οικονομώ•приберечь деньги на покупку οικονομώ χρήματα για να αγοράσω κάτι.
-
13 οἰκο-νομέω
οἰκο-νομέω, das Haus verwalten; ἁπερεί τις ἔποικος ἀναξία οἰκονομῶ ϑαλάμους πατρός, Soph. El. 190; τὴν οἰκίαν, Plat. Lys. 209 d; u. allgemein, verwalten, leiten, οὐδὲν δι' αὑτοῦ οἰκονομεῖν ὑπὲρ τῶν ὅλων, Pol. 4, 27, 6, Nichts in der Staatsverwaltung selbstständig bestimmen; auch pass., τὰ οἰκονομούμενα, die Verwaltung, 25, 2, 12; daher auch = zweckmäßig vertheilen, Plat. Phaedr. 256 e u. bes. Medic.
-
14 выгадать
выгадатьсов, выгадывать несов κερδίζω/ οἰκονομώ, ἐξοικονομώ (сэкономить):\выгадать время κερδίζω χρόνο. -
15 приберегать
приберегатьнесов, приберечь сов φυλάγω, φυλάω, οἰκονομώ, βάζω κατά μέρος. -
16 сберегать
сберегатьнесов1. (сохранять) φυλάγω, φυλάσσω, διατηρώ, διαφυλάττω·2. (копить) ἀποταμιεύω, βάζω στήν μπάντα, μαζεύω / οἰκονομώ, ἐξοικονομώ (экономить). -
17 сколачивать
сколачиватьнесов1. (сбивать вместе) Σκαρώνω:\сколачивать ящик σκαρώνω κάσσα·2. перен (группу и т. п.) разг σκαρώνω·3. (капитал, сумму) разг μαζεύω, οἰκονομώ. -
18 экономить
[ααζνόμιτ']ρ. οικονομώ -
19 экономить
[ααζνόμιτ']ρ οικονομώ -
20 беречь
-регу, -режешь, регут, παρλθ. χρ. -рег, -регла, -ло, ρ.δ.μ.1. διαφυλάσσω, διαφυλάγω, φυλάγω, διατηρώ•-гите мир! διαφυλάξτε την ειρήνη!•
беречь свято φυλάγω σάν τήν Παναγία, σαν τα ιερά.
2. οικονομώ, φείδομαι, υπολογίζω, τσιγκουνεύομαι• λυπούμαι•он -ег каждую копейку αυτός λογάριαζε ακόμα και το καπίκι.
3. κρατώ, φυλάγω αυστηρά, με εχεμύθεια•беречь тайну κρατώ (θάβω) το μυστικό•
беречь как зенипу ока φυλάγω σαν την κόρη του οφθαλμού.
προφυλάγομαι, προσέχω, παίρνω τα μέτρα μου•беречь простуды φυλάγομαι από κρυολόγημα•
-гись! -гитесь! φυλάξου! φυλαχτείτε !
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οικονομώ — έω και άω και κονομάω (ΑΜ οἰκονομῶ, έω) [οικονόμος] νεοελλ. 1. κάνω οικονομίες, αποταμιεύω για μελλοντικές μου ανάγκες («δεν μπόρεσε να οικονομήσει τίποτε ύστερα από τόσα χρόνια εργασίας») 2. εξοικονομώ, εξευρίσκω, προμηθεύομαι 3. παρέχω σε… … Dictionary of Greek
οικονομώ — οικονόμησα, οικονομήθηκα, (οι)κονομημένος 1. αποταμιεύω, βάζω στην άκρη χρήματα. 2. εξοικονομώ, προμηθεύομαι, βρίσκω: Πού το οικονόμησες αυτό το βιβλίο; 3. προμηθεύω, εφοδιάζω κάποιον με κάτι: Θα σου οικονομήσω μερικά χρήματα. 4. εξυπηρετώ,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκονομῶ — οἰκονομέω manage as a house steward pres subj act 1st sg (attic epic doric) οἰκονομέω manage as a house steward pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονόμω — οἰκόνομος one who manages a household masc nom/voc/acc dual οἰκόνομος one who manages a household masc gen sg (doric aeolic) οἰκονόμος masc nom/voc/acc dual οἰκονόμος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονόμῳ — οἰκόνομος one who manages a household masc dat sg οἰκονόμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονόμωι — οἰκονόμῳ , οἰκόνομος one who manages a household masc dat sg οἰκονόμῳ , οἰκονόμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοικονομώ — έω, Α [οἰκονομῶ] 1. οικονομώ, διευθετώ εκ τών προτέρων, καταστρώνω σχέδιο 2. μέσ. προοικονομοῡμαι (ρητ.) προτάσσω στον λόγο … Dictionary of Greek
διοικονομώ — διοικονομῶ ( έω) (AM) [οικονομώ] κανονίζω, διευθετώ … Dictionary of Greek
ευοικονόμητος — εὐοικονόμητος, ον (ΑΜ) εύπεπτος, ευκολοχώνευτος αρχ. τακτοποιημένος καλά. επίρρ... εὐοικονομήτως (Α) με τάξη, καλά τακτοποιημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οικονομώ] … Dictionary of Greek
κατοικονομώ — κατοικονομῶ, έω (Α) διαχειρίζομαι καλά, διευθετώ («εἰ δὲ κατοικονομήσειε τὴν περὶ ταῡτα χρείαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰκονομῶ «είμαι οικονόμος, τακτοποιώ»] … Dictionary of Greek
κονομώ — βλ. οικονομώ … Dictionary of Greek