Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἰκονομήσω

См. также в других словарях:

  • οἰκονομήσω — οἰκονομέω manage as a house steward aor subj act 1st sg οἰκονομέω manage as a house steward fut ind act 1st sg οἰκονομέω manage as a house steward aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικονομώ — οικονόμησα, οικονομήθηκα, (οι)κονομημένος 1. αποταμιεύω, βάζω στην άκρη χρήματα. 2. εξοικονομώ, προμηθεύομαι, βρίσκω: Πού το οικονόμησες αυτό το βιβλίο; 3. προμηθεύω, εφοδιάζω κάποιον με κάτι: Θα σου οικονομήσω μερικά χρήματα. 4. εξυπηρετώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»