-
1 οικονομικά
οἰκονομικόςpractised in the management of a household: neut nom /voc /acc plοἰκονομικά̱, οἰκονομικόςpractised in the management of a household: fem nom /voc /acc dualοἰκονομικά̱, οἰκονομικόςpractised in the management of a household: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 οἰκονομικά
οἰκονομικόςpractised in the management of a household: neut nom /voc /acc plοἰκονομικά̱, οἰκονομικόςpractised in the management of a household: fem nom /voc /acc dualοἰκονομικά̱, οἰκονομικόςpractised in the management of a household: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 οικονομικα
τά1) заведование домашним хозяйством, домохозяйство Xen.2) управление, руководство(τοῦ πολέμου Polyb.)
3) устроение, устройство(φύσεως Polyb.)
-
4 οικονομικά
τα1) экономическое положение, финансовые дела;τα δημόσια οικονομικά — или τα οικονομικά τού κράτους — финансы, финансовое хозяйство;
υπουργείο οικονομικών — министерство финансов;
τα οικονομικά δεν επιτρέπουν... — финансы не позволяют...;
2) экономика (наука);σπουδάζω οικονομικά — изучить экономику, экономические науки
-
5 οικονομικά
économie -
6 iktisaden
οικονομικά, οικονομικώς -
7 финансы
-ов πλθ.1. τα οικονομικά•министерство -ов υπουργείο οικονομικών•
финансы государства τα οικονομικά του κράτους.
2. (αιτλ.) τα χρήματα•у меня финансы кончились τα οικονομικά μου τέλειωσαν.
-
8 финансы
-
9 finance
1. noun1) ((the study or management of) money affairs: He is an expert in finance.) οικονομικά(θέματα)2) ((often in plural) the money one has to spend: The government is worried about the state of the country's finances.) οικονομική κατάσταση,οικονομικά2. verb(to give money for (a plan, business etc): Will the company finance your trip abroad?) χρηματοδοτώ- financially
- financier -
10 οἰκο-νομικός
οἰκο-νομικός, ή, όν, die Verwaltung des Hauses betreffend, sie verstehend; Plat. Alc. I, 133 e; Xen. Cyr. 2, 2, 14; neben πολιτικός, Mem. 4, 2, 11; vgl. 39; ἡ οἰκονομική, sc. τέχνη, die Kunst des Haushaltens u. Wirthschaftens, Plat. Polit. 259 c; τὰ οἰκονομικά, die Verwaltung des Vermögens, Xen. Cyr. 8, 1, 14; übh. Verwaltung, Leitung, bes. bei Sp., τοῦ πολέμου, Pol. 1, 4, 3 u. öfter, Einrichtung, φύσεως, 6, 9, 10; – ὁ οἰκονομικός, Schrift vom Haushalten, Xen., Arist.
-
11 разорить
1. (уничтожая, разрушить) ρημάζω 2. (довести до нищеты) καταστρέφω (οικονομικά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разорить
-
12 финансы
1. (совокупность денежных средств, денежные операции) τα οικονομικά 2. (деньги) τα χρήματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > финансы
-
13 экономика
1. (учебная и научная дисциплина) τα οικονομικά, η οικονομική επιστήμη, η οικονομολογία, η οικονομική 2. (народное хозяйство) η οικονομί/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экономика
-
14 эксперт
ο εμπειρογνώμον/αςο πραγματογνώμοναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эксперт
-
15 небогатый
небогат||ыйприл ὄχι πλούσιος, μέ μέτρια οἰκονομικά μέσα / λιτός (скромный)/ ἀνεπαρκής, ὀλιγοστός (недостаточный):\небогатыйая семья ὄχι πλούσια οίκογένεια· \небогатый выбор ἡ περιορισμένη ποικιλία. -
16 необеспеченный
необеспеченныйприл1. χωρίς πόρους, χωρίς οἰκονομικά μέσα / ἀπορος, φτωχός (бедный)·2. фин. χωρίς ἀντίκρυσμα, ἀναντίκρυστος. -
17 поправлять
поправлятьнесов1. (чинить) ἐπιδιορθώνω, ἐπισκευάζω, διορθώνω·2. (ошибку) διορθώνω·3. (приводить в порядок) σιάχνω, ἰσιώνω, διορθώνω:\поправлять прическу σιάχνω τά μαλλιά μου· \поправлять подушку τακτοποιώ τό προσκέφαλο·4. (улучшать) καλλιτερεύω:\поправлять денежные дела́ καλλι-τερεύω τά οίκονομικά μου· \поправлять здоровье καλλιτερεύω τήν ὑγεία μου. -
18 стеснять
стеснятьнесов в разн. знач. στενοχωρώ, δυσκολεύω, ἐμποδίζω, περιορίζω:\стеснять чью-л. свободу περιορίζω τήν ἐλευθερία κάποιου· \стеснять движения δυσκολεύω τίς κινήσεις· \стеснять материально στενοχωρώ οίκονομικά· вы нас не бу́дете \стеснять δέν θά μας δώσετε βάρος. -
19 стесняться
стесня||тьсяντρέπομαι, διστάζω:он \стеснятьсяется вам сказать διστάζει νά σᾶς πει· не \стеснятьсяйтесь! μή ντρέπεστε!· ◊ не \стесняться в средствах δέν στενοχωρούμαι οίκονομικά, εἶμαι εὔπορος. -
20 ανορθώνω
[-ώ (ο)] (αόρ. ανώρθωσα) μετ.1) выпрямлять, выправлять; 2) восстанавливать, реставрировать; 3) восстанавливать, улучшать, поправлять;ανορθώνω τα οικονομικά μου — поправлять своё финансовое положение;
1) — выпрямляться;ανορθώνομαι
2) восстанавливаться, реставрироваться;3) восстанавливаться, улучшаться
См. также в других словарях:
οικονομικά — τα 1. η κατάσταση εσόδων και εξόδων ατόμου, ομάδας, κράτους κτλ.: Τα οικονομικά του Δήμου δεν πάνε καλά. 2. επιστήμη της οικονομίας, οικονομική επιστήμη: Σπουδάζω οικονομικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκονομικά — οἰκονομικός practised in the management of a household neut nom/voc/acc pl οἰκονομικά̱ , οἰκονομικός practised in the management of a household fem nom/voc/acc dual οἰκονομικά̱ , οἰκονομικός practised in the management of a household fem nom/voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικονομικά μαθηματικά — Το σύνολο των μαθηματικών γνώσεων, που χρησιμοποιεί η οικονομία. Τελευταία τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται, σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση, στην οικονομική θεωρία και πράξη. Στην οικονομική θεωρία με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών μεθόδων (αλγεβρικές… … Dictionary of Greek
οἰκονομικάς — οἰκονομικά̱ς , οἰκονομικός practised in the management of a household fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek